-
1 юбка
-и θ.1. η φούστα.2. μτφ. γυναίκα που προσελκύει τους άντρες.εκφρ.в -е – σε γυναικεία μορφή•профессор в -е – γυναίκα-προφέσσορας•философ в-юбкае – γυναίκα-φιλόσοφος•держаться за -у – υπακούω, υποτάσσομαι στη γυναίκα, είμαι δούλος του φουστανιού.